δανεισμός

δανεισμός
ο (AM δανεισμός) [δανείζω]
το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα
αρχ.
η ανταπόδοση («αἷμα δ' αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δανεισμός — money lending masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”